ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ (Γρηγόρης Γρηγορίου, 1951)

Κατηγορία: Κινηματογράφος > Ελληνικές ταινίες

Αγγλικός τίτλος: Bitter Bread
Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Γρηγορίου
Έτος α’ προβολής: 1951
Είδος: Δράμα
Παραγωγή: Ολύμπια Φιλμ
IMDb: https://www.imdb.com/title/tt0137164/

Λογοκριτικά περιστατικά

01-11-1950
Περικοπή σκηνών και διαλόγων από το σενάριο της ταινίας ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ (Γρηγόρης Γρηγορίου, 1951)
Αιτιολογία: Πολιτική
Είδος λογοκρισίας: Περικοπές σκηνών | Περικοπές διαλόγων | Λογοκρισία σεναρίου | Θεσμική λογοκρισία | Προληπτική λογοκρισία
15-12-1951
Περικοπή διαλόγων της ταινίας ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ (Γρηγόρης Γρηγορίου, 1951)
Αιτιολογία: Πολιτική | Δυσφήμιση ξένου λαού
Χαρακτηρισμός: ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ
Είδος λογοκρισίας: Περικοπές διαλόγων | Θεσμική λογοκρισία | Προληπτική λογοκρισία
Καλοκαίρι 1953
Αλλαγή τέλους της ταινίας ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ (Γρηγόρης Γρηγορίου, 1951)
Αιτιολογία: Πολιτική | Δυσφήμιση της Ελλάδας
Είδος λογοκρισίας: Αλλαγή τέλους | Θεσμική λογοκρισία | Προληπτική λογοκρισία

Περιγραφή

Το ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ αφηγείται την ιστορία της συντριβής των ονείρων ενός μικρού αγοριού, του Φωτάκη, και της μητέρας του, να σπουδάσει και να ξεφύγει από τη φτώχια, όταν ο πατέρας του σκοτώνεται στην οικοδομή και αναγκάζεται να εργαστεί ως χτίστης για να συντηρήσει την οικογένειά του. Εκτός από τα ζητήματα της ανέχειας και της αναπόδραστης μοίρας που επιφυλάσσει στους μη έχοντες η ταξική τους καταγωγή, το ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ φέρνει στην επιφάνεια τα ανοικτά ακόμα τραύματα της Κατοχής και το θέμα του Ολοκαυτώματος.

Το ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ – που «είχε ήδη διαδοθεί στην πιάτσα ότι πρόκειται» για «μια ταινία “αριστερή” για πρώτη φορά στην Ελλάδα» (Γρηγορίου 1988: 102) – τον Δεκέμβριο του 1951 χαρακτηρίστηκε ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ από την αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου Κινηματογραφικών Ταινιών και πήρε άδεια προβολής. Όπως αφηγείται ο Γρηγορίου στα απομνημονεύματά του, αν και είχαν μεσολαβήσει δύο χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου, η κατάσταση για τους αριστερούς ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη:

«Όποιος τολμούσε να γράψει ή να δείξει κάτι που είχε σχέση με πείνα, δυστυχία, κοινωνική αδικία, αμέσως γραφότανε στο μαυροπίνακα των “υπόπτων” και κάθε τόσο άρχιζαν οι κλήσεις στο αστυνομικό τμήμα “δι’ υπόθεσίν σας…”. Γι’ αυτό είχα μία ανησυχία για το αποτέλεσμα και την απόφαση. Και φυσικά έμεινα κατάπληκτος όταν είδα πως η Επιτροπή έκρινε το έργο “κατάλληλον προς προβολήν”». (Γρηγορίου 1988: 110)

Στην ανεπίσημη πρεμιέρα της ταινίας, όμως, ένας δημοσιογράφος διέδωσε τη φήμη ότι το ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ θα απαγορευόταν καθώς το Υπουργείο Τύπου υπαναχώρησε από την αρχική απόφαση και παρέπεμψε την ταινία στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Ελέγχου. Την επόμενη μέρα, μάλιστα, η εφημερίδα Προοδευτική Αλλαγή δημοσίευσε την είδηση ότι «Η λογοκρισία εψαλλίδισε το Πικρό Ψωμί» αφαιρώντας μια σκηνή «που δείχνει την φρίκη του πολέμου». Οι πληροφορίες αυτές ωστόσο αποδείχτηκαν διαδόσεις καθώς ούτε η ταινία απαγορεύτηκε ούτε αφαιρέθηκε η συγκεκριμένη σκηνή.Ο ίδιος ο Γρηγορίου θεωρούσε ότι ο «σθεναρό[ς] τόνος του άρθρου» ίσως να «πρόλαβε πιθανές σκέψεις ευθυνόφοβων γραφειοκρατών» και να απέτρεψε την ανάκληση της άδειας (1988: 110-111).

Από το διαθέσιμο υλικό των λογοκριτικών επιτροπών στα ΓΑΚ διαπιστώνουμε ότι στην Επιτροπή πράγματι υπήρξε η πρόθεση να περικοπεί από τους διαλόγους της ταινίας ένα σημείο με αντιπολεμικό μήνυμα:

«Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο δίχως χέρια. Κι όσο γίνουνται πόλεμοι τόσο θα πληθαίνουν οι κουλοί και οι σακάτηδες … κατάλαβες»;

Τα λόγια ανήκουν στον Γιάγκο, αδελφό του Φωτάκη, ο οποίος προσπαθεί να πείσει τον εβραίο γείτονά τους να κατασκευάσει μια μηχανή που να γυρίζει τις σελίδες των βιβλίων, έτσι που να μπορεί να διαβάζει ο τρίτος αδελφός της οικογένειας, που είχε χάσει και τα δυο του χέρια από γερμανική χειροβομβίδα στην Κατοχή. Η αμφισβήτηση της ενδοξότητας του πολέμου και η παρουσίασή του ως μηχανισμού παραγωγής μαζικής δυστυχίας – να θυμίσουμε ότι την ίδια εποχή η Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας και ο φιλειρηνικός λόγος εκπορευόταν από την Αριστερά – φαίνεται να ενόχλησε την Επιτροπή, αν και τελικά ο διάλογος διατηρήθηκε ανέπαφος στην ταινία. Το ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ, ωστόσο, δεν γλίτωσε τις λογοκριτικές παρεμβάσεις καθώς ζητήθηκαν δύο σημαντικές περικοπές:

  1. Να αφαιρεθεί τμήμα του διαλόγου ανάμεσα στον Φωτάκη και στον φίλο του Σταύρο, γύρω από τα δεινά των Εβραίων στην Κατοχή. Ο Φωτάκης υπερασπίζεται τους Εβραίους αφηγούμενος τις κακουχίες που υπέστησαν, ενώ ο Σταύρος αναπαράγει στερεοτυπικές αντισημιτικές αντιλήψεις, όπως ότι οι Εβραίοι σταύρωσαν τον Χριστό, γι αυτό και οι Γερμανοί «καλά τους κάνανε». Η λογοκρισία ζήτησε να περικοπεί η φράση του Σταύρου, «Η μάνα μου λέει πως οι Εβραίοι βάζουνε τα παιδιά σε βαρέλια και τους πίνουνε το αίμα», παρέμβαση που μπορεί να γίνει αντιληπτή στο πλαίσιο της αποφυγής προσβολής ξένου λαού.

  2. Να κοπεί μέρος του διάλογου ανάμεσα στη Μητέρα και τον Επόπτη της οικοδομής, όπου ο Επόπτης αποποιείται τις ευθύνες για τον θάνατο του άνδρα της και την ενημερώνει ότι δεν έχουν την υποχρέωση να δώσουν αποζημίωση. Η Επιτροπή υποδεικνύει την αφαίρεση της ακόλουθης στιχομυθίας με εξαίρεση τη δεύτερη απάντηση της Μητέρας:

    «ΕΠΟΠΤΗΣ: […] Άσε που είτανε άρρωστος κι από πριν, πράμμα που αν το ξέραμε…
    ΜΗΤΕΡΑ: Θα τον πετούσατε στο δρόμο μια ώρα αρχίτερα…
    ΕΠΟΠΤΗΣ: Δεν φταίμε εμείς. Βλέπεις υπάρχουνε νόμοι.

    ΜΗΤΕΡΑ: Υπάρχουνε νόμοι… Ώστε έφταιγε λοιπόν που δούλευε άρρωστος για να μας θρέψει;
    ΕΠΟΠΤΗΣ: Αυτά δε μ’ ενδιαφέρουν εμένα.
    ΜΗΤΕΡΑ: Κάποιον όμως πρέπει να ενδιαφέρουν
    ».

    Με τη συγκεκριμένη παρέμβαση η Επιτροπή όχι μόνο απάλειψε τον υπαινιγμό περί προβληματικών νόμων και αδιαφορίας της πολιτείας και των εργοδοτών για τα θύματα των εργατικών δυστυχημάτων, αλλά απομονώνοντας τα λόγια της Μητέρας, αλλοίωσε το νόημά τους, έτσι που να φαίνεται ότι επικαλούνται τους νόμους αντί να τους αμφισβητούν.

Επιπλέον, εκτός της ίδιας της ταινίας, λογοκρισία είχε δεχθεί και το σενάριό της, όταν τον Οκτώβριο του 1950 εξετάστηκε από την αρμόδια Επιτροπή για να λάβει άδεια λήψης σκηνών. Από το σενάριο αφαιρέθηκαν δύο σκηνές στις οποίες οι εργάτες της οικοδομής όπου εργαζόταν ο πατέρας του Φωτάκη, μετά τη σύλληψη του αφεντικού τους για λαθρεμπόριο χρυσού, διεκδικούν τους μισθούς τους. Ο Επόπτης και οι εργολάβοι οχυρώνονται σε μια παράγκα και το σκάνε από το πίσω παράθυρο αφήνοντας τους εργάτες απλήρωτους, ενώ οι εργάτες, που προσπαθούσαν να ρίξουν την πόρτα και να μπουν μέσα («– Να σπάσουμε την πόρτα… – Τα κεφάλια τους να σπάσουμε…») , εξεγείρονται:

«Ένας εργάτης εκτός εαυτού κραυγάζει.

ΕΡΓΑΤΗΣ: – Αφού δεν πληρώνουνε τον κόπο μας, να το γκρεμίσουμε το ρημάδι τους.

Οι εργάτες έξω από την παράγκα.

ΦΩΝΕΣ: Να το γκρεμίσουμε…

PANORAMIQUE καθώς διασχίζουν την αυλή τρέχοντας και φτάνουν στις σκαλωσιές. Αναβαίνουν με κραυγές».

Από την παραπάνω υποπλοκή του σεναρίου στην ταινία έχουν διασωθεί ελάχιστα σημεία: μία σύντομη σκηνή όπου οι εργάτες περιτριγυρίζουν τον Επόπτη ζητώντας να πληρωθούν και το γεγονός ότι ο πατέρας του Φωτάκη μένει άνεργος, χωρίς όμως να αναφέρεται η αιτία. Έτσι η λογοκρισία δεν επέτρεψε να γυριστούν υπαινιγμοί για τη διαφθορά της αστικής τάξης, όπως και εικόνες κοινωνικής διαμαρτυρίας, διεκδίκησης και επαναστατικής συμπεριφοράς που θεωρούσε πολιτικά επικίνδυνες.

Στο σενάριο επίσης – χωρίς τελικά να ζητηθεί η αφαίρεσή τους – σημειώνονται από τους λογοκριτές ως προβληματικά τα εξής:

  1. Σημεία που αφορούν το ευαίσθητο θέμα των Εβραίων, είτε αποκαλύπτουν το έγκλημα των Γερμανών είτε έχουν αντισημιτικό χαρακτήρα. Έτσι στη φράση του Φωτάκη όπου εξηγεί στον φίλο του γιατί ο εβραίος γείτονάς τους έχει χάσει τη μιλιά του – «Τούρθε νευρικό τον καιρό που τους παίρνανε οι Γερμανοί» – υπογραμμίζεται το σημείο που αφορά τους Γερμανούς. Ομοίως υπογραμμίζονται και τα λόγια της Λουίζας καθώς συζητάει με τον Γιάγκο: «Όταν μας πήραν οι Γερμανοί, κουβαλούσα και την κούκλα μου μαζί μου. Κατάλαβες; Κι όταν γύρισα, έβγαζα άσπρες τρίχες απ’ τα μαλλιά μου. Κι όλα αυτά σε τρία χρόνια». Επίσης σημειώνεται ως προβληματικός ο διάλογος ανάμεσα στον Φωτάκη και τον Σταύρο που λογοκρίθηκε από την Επιτροπή στην τελική ταινία, με έμφαση στα αντισημιτικά σημεία, όχι μόνο σε αυτό που αφαιρέθηκε από την ταινία, αλλά και στην επίρριψη ευθύνης στους Εβραίους για τη σταύρωση του Χριστού.

  2. Τα «κόκκινα παπούτσια» που ο Φωτάκης, όταν αρρωσταίνει, ζητάει επίμονα να του αγοράσουν μέσα στο παραμιλητό του. Στο σενάριο δίνεται έμφαση στα «κόκκινα παπούτσια» – η επιθυμία του άρρωστου αδελφού στοιχειώνει τη συνείδηση του Γιάγκου, που εμφανίζεται τελικά να τα κλέβει – και πιθανά θεωρήθηκαν από τη λογοκρισία ως έμμεσος κομμουνιστικός υπαινιγμός.

Τέλος, το ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ υπέστη και μία ακόμη λογοκριτική παρέμβαση, όταν ζητήθηκε να αγοραστεί από τη Σοβιετική Ένωση – πιθανά το καλοκαίρι του 1953 όταν ξεκίνησαν οι εμπορικές συναλλαγές της Ελλάδας με την ΕΣΣΔ. Η αρμόδια Επιτροπή, προκειμένου να εξαχθεί η ταινία, έθεσε ως προϋπόθεση την αλλαγή του απαισιόδοξου τέλους της που, κατά τη γνώμη της, εξέθετε την Ελλάδα. Με τη σύμφωνη γνώμη του παραγωγού Παναγιώτη Δαδήρα, στο καθ’ υπόδειξη τέλος, ο Φωτάκης θα έπρεπε να συνεχίσει στο γυμνάσιο (Γρηγορίου 1988: 114-115):

«Ο Επιθεωρητής του σχολείου που εγκατέλειψε ο Φωτάκης, συγκινήθηκε από την ιστορία του, μεσολάβησε στο Υπουργείο Παιδείας - τι λόγος! – κι αυτό με τη σειρά του συγκινημένο – τι λόγος! – έβγαλε μια υποτροφία, για να μπορέσει ο Φωτάκης να τελειώσει το Γυμνάσιο. Ιστορία για αγρίους, που δεν ξέρω ποιος μεγαλοφυής μανδαρίνος την εμπνεύστηκε, για να μην εκτεθεί τάχα η πατρίδα μας στα μάτια των ξένων και μάλιστα όταν αυτοί οι “ξένοι” τυχαίνει να είναι κομμουνιστές». (Γρηγορίου 1988: 115)

Ο Γρηγορίου κατάφερε να περισώσει το αρχικό φινάλε προσθέτοντας «στο τέλος έναν επίλογο που φάνταζε τόσο άσχετος με το όλο έργο, ώστε δεν του έδινες πια καμιά σημασία». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του σκηνοθέτη γυρίστηκαν συμπληρωματικές σκηνές, το ΠΙΚΡΟ ΨΩΜΙ πήρε την άδεια εξαγωγής, αλλά η Σοβιετική Ένωση δεν ανανέωσε το ενδιαφέρον της, με αποτέλεσμα όλη η ιστορία να στερηθεί νοήματος. Αργότερα ο Γρηγορίου αφαίρεσε το πρόσθετο υλικό από το αρνητικό της ταινίας ώστε αυτό να μη μπορεί να αναπαραχθεί:

«[Κ]άποια μέρα πήρα το αρνητικό της ταινίας και έκοψα αυτόν τον γελοίο επίλογο, τον κομμάτιασα και τον έριξα στα σκουπίδια. Δεν ξέρω αν κανένας θεατής πρόλαβε να δει το Πικρό Ψωμί μ’ αυτό το τερατώδες φινάλε». (Γρηγορίου 1988: 115)

Οι περιπέτειες του ΠΙΚΡΟΥ ΨΩΜΙΟΥ με τη λογοκρισία είναι ενδεικτικές των απεικονιστικών και λεκτικών ορίων που, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, η λογοκρισία έθετε στον ελληνικό κινηματογράφο σχετικά με ζητήματα κοινωνικοπολιτικής κριτικής, ευαίσθητων ιστορικών θεμάτων (εδώ το εβραϊκό ζήτημα στην Κατοχή) και παρουσίασης των ξένων λαών, αλλά και της καχυποψίας της απέναντι σε υπόγεια κομμουνιστικά μηνύματα. Ταυτόχρονα, κάνουν φανερή τη διελκυστίνδα ανάμεσα στην κινηματογραφική κοινότητα και το κράτος αναφορικά με τα όρια της ελευθερίας έκφρασης των κινηματογραφιστών, καθώς και τη διαφορετική στάση παραγωγών και δημιουργών απέναντι στις λογοκριτικές παρεμβάσεις: Από τη μια, η προθυμία των παραγωγών για συμβιβασμούς προκειμένου να εξασφαλίσουν οικονομική βιωσιμότητα και, από την άλλη, η απόγνωση κάποιων δημιουργών απέναντι σε παρεμβάσεις που τραυμάτιζαν το έργο τους.

Μαρία Χάλκου

Πηγές– Βιβλιογραφία

  • ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, Αρχείο αδειών ταινιών.
  • Γρηγόρης Γρηγορίου (1988), Μνήμες σε Άσπρο και σε Μαύρο, 1. Τα ηρωικά χρόνια, Αθήνα: Αιγόκερως, σελ. 102-115.

Εικόνες – Αρχειακό υλικό