ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Λίλα Κουρκουλάκου, 1966)

Κατηγορία: Κινηματογράφος > Ελληνικές ταινίες

Αγγλικός τίτλος: Eleftherios Venizelos
Σκηνοθεσία: Λίλα Κουρκουλάκου
Έτος α’ προβολής: 1966
Είδος: Ντοκιμαντέρ | Ιστορική | Βιογραφία
Παραγωγή: Candia Film
IMDb: https://www.imdb.com/title/tt0255993/

Λογοκριτικά περιστατικά

12-07-1965
Απαγόρευση του ντοκιμαντέρ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Λίλα Κουρκουλάκου, 1966)
Αιτιολογία: Πολιτική | Διασάλευση δημοσίας τάξεως | Αισθητική
Χαρακτηρισμός: ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΕΑ
Είδος λογοκρισίας: Απαγόρευση | Θεσμική λογοκρισία | Προληπτική λογοκρισία
11-01-1966
Περικοπή αφηγηματικού σχολίου και πλάνων του ντοκιμαντέρ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Λίλα Κουρκουλάκου, 1966)
Αιτιολογία: Πολιτική
Χαρακτηρισμός: ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ
Είδος λογοκρισίας: Περικοπές αφηγηματικού σχολίου | Περικοπές πλάνων | Θεσμική λογοκρισία | Προληπτική λογοκρισία
21-04-1967
Απαγόρευση του ντοκιμαντέρ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Λίλα Κουρκουλάκου, 1966)
Αιτιολογία: Πολιτική
Χαρακτηρισμός: ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΕΑ
Είδος λογοκρισίας: Απαγόρευση | Θεσμική λογοκρισία | Κατασταλτική λογοκρισία

Περιγραφή

Καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936) αποτέλεσε ισχυρό σύμβολο, έγινε αντικείμενο επικλήσεων και μνημονεύσεων σχεδόν από όλες τις πολιτικές παρατάξεις και χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικός πρόγονος κατά τη διάρκεια σοβαρών πολιτικών κρίσεων για να ενισχύσει την ατζέντα των αντιμαχόμενων μερίδων. Κατά τον Εμφύλιο και οι δύο πλευρές τον επικαλέστηκαν για να υποστηρίξουν τον αγώνα τους, ενώ κατά τη δεκαετία του 1950 χρησιμοποιήθηκε τόσο από την εθνικοφροσύνη, όσο και από τους αντιπάλους της για να νομιμοποιήσει πολιτικές επιλογές και σχέδια ανοικοδόμησης και εκσυγχρονισμού της χώρας. Παράλληλα, ήδη από την επαύριο του θανάτου του άρχισε να συγκροτείται ένα σώμα ιστοριογραφικών κειμένων, αρχειακών τεκμηρίων και απομνημονευμάτων προκειμένου να ιστορικοποιηθεί και να εγγραφεί στο εθνικό αφήγημα η πορεία του και η περίοδος κατά την οποία έδρασε.

Κατά τη δεκαετία του 1960 σημειώθηκε η πιο εκρηκτική και συγκρουσιακή χρήση του Βενιζέλου ως συμβόλου. Στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης του Κέντρου και της δημιουργίας του αντιδεξιού μπλοκ, μετά τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961, ο Βενιζέλος αποτέλεσε μία από τις αιχμές του δόρατος του «Ανένδοτου Αγώνα» της Ένωσης Κέντρου εναντίον της Δεξιάς. Κατά το 1962 και 1963 οι εφημερίδες πλημμύρισαν με άρθρα, συζητήσεις, ιστορικά αναγνώσματα και αρχειακά τεκμήρια για τον Εθνικό Διχασμό και τον Βενιζέλο, καθώς το Κέντρο διαχωριζόταν από τη Δεξιά βάσει αυτής της ιστορικής τομής –όπως, αντίστοιχα διαχωριζόταν από την Αριστερά βάσει της τομής της δεκαετίας του 1940.

Μετά την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου το 1963 και το 1964, η νέα κυβέρνηση εκπόνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα προβολής της μνήμης του Βενιζέλου –τον οποίο θεωρούσε ως γεννήτορα της παράταξης– με εκδόσεις, ανεγέρσεις μνημείων και εκδηλώσεις που κορυφώθηκαν στο «Έτος Ελευθερίου Βενιζέλου» για τον εορτασμό των 100 ετών από τη γέννηση του κρητικού πολιτικού. Τα γεγονότα του 1965, που έχουν κωδικοποιηθεί στη συλλογική μνήμη ως «Ιουλιανά» και «Αποστασία», έφεραν την πτώση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου από τις παρεμβάσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ και μιας ομάδας κεντρώων πολιτικών. Οι πολεμικές χρήσεις του Βενιζέλου ως συμβόλου κορυφώθηκαν, κατά την περίοδο εκείνη, με μια διαμάχη που περιλάμβανε από τη μία την ΕΚ και τμήματα της Αριστεράς, από την άλλη τα Ανάκτορα, τους λεγόμενους «Αποστάτες» (που επίσημα ονομάστηκαν Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κέντρο) και τμήματα της Δεξιάς.

Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται η υπόθεση του ντοκιμαντέρ της Λίλας Κουρκουλάκου, με τον τίτλο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ. Επρόκειτο για μια συρραφή οπτικού υλικού κυρίως από την περίοδο 1910-1920 με αφήγηση σχετικά με το έργο του Βενιζέλου και αυτής της θεωρούμενης ως πιο ηρωικής εποχής του βενιζελισμού. Ως τμήμα της προετοιμασίας των εορτασμών του «Έτους Ελευθερίου Βενιζέλου», τα γυρίσματα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1964 με την ενίσχυση των υπουργείων Παιδείας και Βιομηχανίας και με παλαιούς συνεργάτες του Βενιζέλου να λειτουργούν ως σύμβουλοι. Λίγο αργότερα, η παραγωγή του ντοκιμαντέρ πέρασε στη δικαιοδοσία του υπουργείου Προεδρίας, το οποίο κατάρτισε επιτροπή που θα έλεγχε την ιστορική ακρίβεια του έργου. Μετά το πέρας των γυρισμάτων, η ταινία προβλήθηκε δοκιμαστικά σε αίθουσα του υπουργείου Προεδρίας, παρουσία του υπουργού Δ. Παπασπύρου, του προέδρου της Παγκρήτιας Ένωσης Γ. Βογιατζάκη, και πρώην στρατηγών του κινήματος της Θεσσαλονίκης. Η ίδια η Κουρκουλάκου, άλλωστε, δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο, αλλά είχε διατελέσει σύμβουλος κινηματογραφίας στο Υπουργείο Βιομηχανίας (1961-1966), μέλος της ειδικής επιτροπής που επεξεργάστηκε το πρώτο νομοσχέδιο περί κινηματογράφου, και ήταν τακτικό μέλος του Γνωμοδοτικού Κινηματογραφικού Συμβουλίου και της Κρατικής Επιτροπής του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Στις 19 Ιουλίου 1965, λίγες ημέρες μετά την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου, ανακοινώθηκε στη σκηνοθέτιδα από το υπουργείο Προεδρίας πως η ταινία δεν μπορούσε να προβληθεί δημόσια, καθώς, εκτός από τα τεχνικά προβλήματα που είχε, έθιγε την αισθητική αντίληψη και το πνευματικό επίπεδο του κοινού, ενώ μπορούσε να δημιουργήσει και δημόσια αναστάτωση. Επιπλέον, από τα πρακτικά της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Ελέγχου πληροφορούμαστε ότι η πλειοψηφία της υποστήριξε πως η ταινία προέβαλλε το έργο του Βενιζέλου με πρόχειρο τρόπο. Στην είδηση της απαγόρευσης αντέδρασαν μια σειρά από άτομα και φορείς, ενώ το υπουργείο απάντησε πως η απόφαση ήταν υπηρεσιακή και είχε ληφθεί πριν από την κυβερνητική αλλαγή. Η Κουρκουλάκου δημοσίευσε επιστολές, όπου ανέφερε πως η ταινία απαγορεύθηκε βάσει του κατοχικού νόμου 1108/42 προβάλλοντας δικαιολογίες τεχνικού τύπου, ενώ τόνιζε πως η αρμόδια υπηρεσία τής αρνήθηκε την πρόσβαση στα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής Ελέγχου. Σύμφωνα με την εφημερίδα Η Αυγή, ο υπουργός Προεδρίας Δ. Παπασπύρου είχε ομολογήσει στους παραγωγούς της ταινίας πως η απαγόρευση έλαβε χώρα μετά από παρέμβαση της Αυλής, καθώς και ότι η ιστορική επιτροπή είχε εγκρίνει την ταινία, όπως βεβαίωνε το μέλος της και επιφανής πρώην συνεργάτης του Βενιζέλου Πότης Τσιμπιδάρος. Λίγες ημέρες αργότερα, η ταινία προβλήθηκε ιδιωτικά στον κινηματογράφο Τριανόν, με την παρουσία κριτικών, πρώην υπουργών και στρατιωτικών, οι οποίοι συνέταξαν πρωτόκολλο διαμαρτυρίας για την απαγόρευση. Ταυτόχρονα, η εταιρεία παραγωγής της ταινίας άσκησε έφεση εναντίον της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, ζητώντας να κριθεί η ταινία από την αρμόδια Δευτεροβάθμια.

Στο τέλος του 1965, 20 βουλευτές της Ένωσης Κέντρου κατέθεσαν στον αρμόδιο υπουργό σχετική επερώτηση, με αποτέλεσμα ο υφυπουργός Προεδρίας Τάκης Γεωργίου να δηλώσει εκ νέου πως οι λόγοι της απαγόρευσης ήταν καθαρά τεχνικοί. Σχεδόν έναν μήνα αργότερα, δόθηκε συνέντευξη Τύπου, στην οποία ανακοινώθηκε πως η ταινία έλαβε άδεια προβολής και τη διανομή ανέλαβε ο Συνεταιρισμός Αιθουσαρχών Κινηματογραφιστών Ελλάδος. Πράγματι, η ταινία είχε κριθεί από τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή ως ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ για όλους, με συγκεκριμένες περικοπές

1. Να αφαιρεθούν τα τμήματα εις α αναφέρονται αι φράσεις α) «Πομερανοί» και «Οίκαδε» β) «Ο Μεταξάς γίνεται μασώνος».

2. Να αφαιρεθεί το κείμενο εις ο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι μετά το 1933 ουδεμία πολεμική προπαρασκευή εγένετο εν Ελλάδι».

Οι περικοπές αφορούσαν σαφώς την αντιβενιζελική μνήμη σε δύο διαφορετικές ιστορικές στιγμές: αφενός, οι φορτισμένες φράσεις «Πομερανοί» και «Οίκαδε» (τίτλοι δύο εμβληματικών άρθρων του εκδότη της Καθημερινής Γεώργιου Βλάχου το 1922), οι οποίες ήταν συνδεδεμένες με τη διαχείριση της Μικρασιατικής Εκστρατείας από τον αντιβενιζελισμό και είχαν αποτελέσει επί δεκαετίες σύνθημα των βενιζελικών για να τονιστούν οι ευθύνες των αντιπάλων τους στην Καταστροφή· αφετέρου, ο ισχυρισμός ότι μετά το 1933 (δηλαδή στην περίοδο κυριαρχίας του αντιβενιζελισμού) δεν έγινε πολεμική προετοιμασία της χώρας, καθώς και ότι ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν μασόνος. Αυτές οι περικοπές εγγράφονταν σαφώς στην ανάδυση της αντιβενιζελικής μνήμης κατά τη δεκαετία του 1960, σε ευθεία αναλογία με τη συγκρουσιακή χρήση της βενιζελικής μνήμης κυρίως από το Κέντρο. Ακόμη και η φήμη του Ι. Μεταξά, ο οποίος ήταν αρκετά απαξιωμένος στην αντιβενιζελική μνήμη μεταπολεμικά, θεωρήθηκε πως έπρεπε να προστατευθεί. Η πρεμιέρα της ταινίας έλαβε χώρα στις 31 Ιανουαρίου 1966 στα Χανιά (τόπο καταγωγής του Βενιζέλου) με πρόλογο του γιου του Νικήτα.

Είναι σαφές πως η απαγόρευση της ταινίας δεν ήταν «υπηρεσιακή υπόθεση» και πως προκλήθηκε από παρέμβαση του Στέμματος και της απόλυτα εξαρτημένης από αυτό κυβέρνησης. Το ντοκιμαντέρ της Κουρκουλάκου θα το έβλεπαν χιλιάδες θεατές, ενισχύοντας το συμβολικό οπλοστάσιο της Ένωσης Κέντρου στη διαμάχη με το πανίσχυρο μέσο της οπτικής γλώσσας του κινηματογράφου. Ταυτόχρονα, όπως φαίνεται από τις περικοπές που επιβλήθηκαν, έπαιξε ρόλο και η ισχυρή αντιβενιζελική και βασιλική μνήμη της περιόδου. Άλλωστε, όπως φαίνεται στα πρακτικά της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, οι λογοκριτές βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία και παραδέχτηκαν ότι οι μομφές περί τεχνικών προβλημάτων της ταινίας δεν ευσταθούσαν.Τελικά, βέβαια, η πίεση και η έντονη δημοσιότητα του θέματος οδήγησαν στην άρση της απαγόρευσης, σε μια συγκυρία όπου τα αντιμαχόμενα μέρη επιδίωκαν να βρουν μια λύση στην πολιτική αστάθεια –χωρίς, βέβαια, να γνωρίζουν ότι το τέλος της μετεμφυλιακής «καχεκτικής Δημοκρατίας» ήταν ήδη προ των πυλών.

Με την επιβολή της δικτατορίας ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ απαγορεύτηκε εκ νέου και ξαναπήρε άδεια προβολής τον Νοέμβριο του 1973, μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μαρκεζίνη. Η Λίλα Κουρκουλάκου ανέφερε σε μεταγενέστερη συνέντευξή της πως, όταν η ταινία άρχισε να ξαναπροβάλλεται στον κινηματογράφο Αλκυονίδα στην Αθήνα, σημειώθηκε πρωτοφανής ενθουσιασμός του κοινού. Η σκηνοθέτιδα σημείωνε πως η ταινία έκοψε 5 έως 6.000 εισιτήρια σε τρεις ημέρες και πως το κοινό ήταν αρχικά φοιτητές αλλά σύντομα επεκτάθηκε και σε άλλα στρώματα (Βενάρδου 1997). Είναι σαφές ότι η δυναμική του Ελευθέριου Βενιζέλου ως συμβόλου δημοκρατικών αγώνων ενισχύθηκε κατά τη δικτατορία, παρά την έντονη προσπάθεια του καθεστώτος να τον οικειοποιηθεί –ενδεικτικά, το 1969 εγκαινίασε το άγαλμά του στο πάρκο Ελευθερίας στην Αθήνα, το οποίο εκκρεμούσε επί δεκαετίες. Έτσι, η πλήρης απονομιμοποίηση της εθνικοφροσύνης και του Στέμματος λόγω της δικτατορίας οδήγησε στη σχεδόν καθολική αποδοχή του Βενιζέλου κατά τη Μεταπολίτευση, εποχή κατά την οποία καθιερώθηκε οριστικά στη συλλογική μνήμη ως «εθνάρχης».

Χρήστος Τριανταφύλλου

Πηγές – Βιβλιογραφία

  • Βενάρδου, Ευάννα(έρευνα - παρουσίαση), Αποφασίσαμεν και διατάσσομεν, Η Χούντα, η Λογοκρισία και ο Ελληνικός Κινηματογράφος (1967-1974), ντοκιμαντέρ, Παραγωγή ΕΤ-1, 1997.
  • ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, Αρχείο αδειών ταινιών.
  • Σακελλαρόπουλος, Τάσος, «Ελευθέριος Βενιζέλος: Το πρόσωπο, η πολιτική και τα σύμβολα κατά την επέτειο των εκατό ετών από τη γέννησή του. Αφιερώματα και ντοκιμαντέρ», στο Γιώργος Κουκουράκης-Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου. Συνέχειες και ασυνέχειες, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»/Μουσείο Μπενάκη, 2021, σ. 373-390.
  • Τριανταφύλλου, Χρήστος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη συλλογική μνήμη: Η ανάδειξη ενός εθνικού συμβόλου (1936-1967). Πολιτικές χρήσεις, ιστοριογραφικές αποτυπώσεις, δημόσιες μνημονεύσεις, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2020. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/47559
  • Χάλκου, Μαρία, «Κινηματογράφος και λογοκρισία στην Ελλάδα από τα πρώιμα χρόνια έως τη Μεταπολίτευση», στο Πηνελόπη Πετσίνη-Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, Μεταπολίτευση, Αθήνα, Καστανιώτης, 2018, σ. 82-99.

Εικόνες – Αρχειακό υλικό