Μνημείο εργασίας (Κώστας Κλουβάτος, 1956)

Κατηγορία: Εικαστικές Τέχνες > Δημόσιος χώρος

Καλλιτέχνης: Κώστας Κλουβάτος
Έτος: 1956
Είδος: Γλυπτική
Χώρος: Πλατεία Αναλήψεως | (μετέπειτα πλατεία Δημήτρη Βαρουτίδη)
Τόπος: Βύρωνας Αττικής

Λογοκριτικά περιστατικά

1970
Απόσυρση του «Μνημείου Εργασίας» (Κώστας Κλουβάτος, 1956) από την πρώην πλατεία Αναλήψεως (Δημήτρη Βαρουτίδη)
Αιτιολογία: Πολιτική
Είδος λογοκρισίας: Αποκαθήλωση | Θεσμική λογοκρισία

Περιγραφή

Στις 18 Μαΐου 1956 εγκαινιάστηκε στον Βύρωνα, στην τότε πλατεία Αναλήψεως, το Μνημείο Εργασίας. Το έργο ήταν μια περίπλοκη σύνθεση: ένας τοίχος που παρέπεμπε σε πρόσοψη κτιρίου συμπληρωνόταν από μια κατασκευή, που θύμιζε οικοδομική σκαλωσιά, και τρία χάλκινα αγάλματα, έναν κτίστη, ένα μαραγκό και ένα σιδερά. Στον τοίχο υπήρχαν χάλκινες πλάκες με τέσσερις παραστάσεις, την «Ευδαιμονία», την «Καταστροφή», την «Προσφυγική ζωή» και την «Αποκατάσταση του εκδιωχθέντα ελληνισμού από την Μικρά Ασία». Υπήρχαν δύο επιγραφές. Η μία ήταν το δίστιχο «Και των πατρίδων η ψυχή είμαστε εμείς που ζούμε, εμείς που αναπολούμε». Η δεύτερη ήταν αφιερωματική και έγραφε «Αφιερούται στον τίμιο μόχθο του εργαζομένου ανθρώπου και στη μνήμη του εργάτου πατρός μου / Μιχαήλ Λάσκαρης 1956». Tο μνημείο υμνούσε το μόχθο του μικρασιατικού ελληνισμού για την αποκατάστασή του μετά την προσφυγική περιπέτεια. Γι’ αυτό και είναι γνωστό στην αρθρογραφία με διάφορες ονομασίες, όπως, Ηρώο Εργασίας, Μνημείο χαμένων πατρίδων, Μικρασιατικό μνημείο. Από τους κατοίκους του Βύρωνα αναφέρεται ως «Τα αγαλματάκια».

Το 1970 το διορισμένο από τη Δικτατορία της 21ης Απριλίου δημοτικό συμβούλιο απομάκρυνε όλη τη σύνθεση από το χώρο που είχε στηθεί. Κάποια από τα στοιχεία της φυλάχθηκαν σε αποθήκες του δήμου, σε συνθήκες όμως που τους προξένησαν φθορές. Σύμφωνα με το περιοδικό Ταχυδρόμος, στην πρωιμότερη γνωστή περιγραφή της υπόθεσης, η διαδικασία συνέβη ως εξής. Κάποιοι κάτοικοι της περιοχής κατέθεσαν υπόμνημα στη νομαρχία ζητώντας την απομάκρυνση του έργου, επειδή υποτίθεται εμπόδιζε το παιχνίδι των παιδιών τους στην πλατεία, και γενικότερα την κοινωνική επαφή και ψυχαγωγία. Ταυτόχρονα, ο δήμος Βύρωνα κατέθεσε εισήγηση που υποστήριζε το αίτημα των κατοίκων. Η νομαρχία έκανε δεκτό ομόφωνα το αίτημα και με την 58508/1969 απόφασή της διέταξε την απομάκρυνση του έργου με σκοπό τον εξωραϊσμό της πλατείας και την επέκταση της λεωφορειακής γραμμής. Η απόφαση κυρώθηκε και από το δήμο Βύρωνα (απ. 311/1970) και στη συνέχεια κοινοποιήθηκε στον χορηγό του μνημείου, Μιχαήλ Λάσκαρη.

Στη Μεταπολίτευση το ζήτημα ανακινήθηκε. Από το πρώτο ρεπορτάζ του Ταχυδρόμου γνωρίζουμε ότι κανένας εξωραϊσμός δεν πραγματοποιήθηκε στην πλατεία, ούτε επέκταση της λεωφορειακής γραμμής – ένδειξη ότι οι λόγοι της απομάκρυνσης αποτελούσαν πρόφαση. Το 1974, μάλλον μετά την πτώση της Χούντας, τα τρία χάλκινα αγάλματα ανασύρθηκαν από την αποθήκη του δήμου και στήθηκαν πρόχειρα στο άλσος της Αγίας Τριάδας, σε μία νέα σύνθεση που δεν θύμιζε σε τίποτε, ούτε μετέδιδε τα μηνύματα της παλιάς. Στο πέρασμα των χρόνων έγιναν αντικείμενο σοβαρών βανδαλισμών. Επί δημαρχίας Ν. Χαρδαλιά (2003-2014) μεταφέρθηκαν και πάλι στην πλατεία Αναλήψεως (πλέον Βαρουτίδη), χωρίς όμως να αποκατασταθεί το σύνολο του συμπλέγματος.

Σε δημοτικές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες του Βύρωνα, το περιστατικό έχει καλυφθεί με εκτεταμένα αφιερώματα τα οποία τονίζουν τον πρωτοποριακό χαρακτήρα του έργου και την καλλιτεχνική καταστροφή που επέφερε η απόφαση των δοτών αρχών επί δικτατορίας. Παρ’ όλα αυτά, οι λόγοι της λογοκρισίας δεν είναι ευκρινείς. Σε ένα αφιέρωμα μετά το θάνατο του γλύπτη στον Ριζοσπάστη υποστηρίζεται ότι το μνημείο ήταν «μισητό, ως ύμνος στην πολύπαθη και ηρωική εργατική τάξη με τις εκατόμβες των νεκρών και των θυμάτων της στους τόπους εργασίας» και, επίσης, ότι ενοχλούσε επειδή θύμιζε ότι ο Βύρωνας ήταν μια ακμάζουσα και προοδευτική προσφυγική πολιτεία με ηρωική συνεισφορά κατά την Αντίσταση.

Ωστόσο, αν ανατρέξουμε στην εποχή των εγκαινίων του μνημείου, το 1956, εύκολα διαπιστώνουμε ότι αρχικά το έργο δεν είχε τους αγωνιστικούς συμβολισμούς που εκ των υστέρων του αποδίδονται. Το μνημείο χρηματοδοτήθηκε από τον ελληνοαμερικανό ομογενή με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, Μιχαήλ Λάσκαρη, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος των ΑΧΕΠΑ. Ως χειρονομία υπενθύμισης των ελληνοαμερικανικών δεσμών, στα εγκαίνια παραβρέθηκε ο πρέσβης της Αμερικής Κάβεντις Κάνον. Επιπλέον, στην εκδήλωση συμμετείχαν υψηλόβαθμα στελέχη της Κυβέρνησης Καραμανλή, ο υπουργός Εργασίας Λεωνίδας Μπουρνιάς και Παιδείας Πέτρος Λεβαντής. Στους λόγους που εκφωνήθηκαν από τον πρέσβη, τον Μπουρνιά και τον δήμαρχο Βύρωνα Άγγελο Κωνσταντιλιέρη τονίσθηκε η σημασία του μνημείου για τον σημερινό Έλληνα, ο οποίος «πιεζόμενος από μυρίας αντιξοότητας πλάθει έναν νέον πολιτισμόν». Σε αντίθεση με την οπτική του Ριζοσπάστη, ως μνημείο του συλλογικού και πολυμέτωπου αγώνα των εργατών και των προσφύγων, αρχικά τουλάχιστον το μνημείο υμνούσε τον ατομικό αγώνα και την προσωπική εργασία ως μοχλό προόδου. Αντίστοιχα, και ο γλύπτης, άσχετα από τη μετέπειτα εικαστική και ιδεολογική εξέλιξή του, ήταν εγκεκριμένος ως καλλιτέχνης «εθνικοφρόνων» μνημείων όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι το 1952 ανέλαβε το Μνημείο Θυμάτων της Κατοχής στην ευαίσθητη συνοριακή περιοχή, στο Κεφαλόβρυσο της Ηπείρου.

Συνεπώς, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τα κίνητρα της λογοκρισίας. Το πολιτικό-ιδεολογικό κίνητρο είναι το πιο πιθανό, καθώς η πορεία του Κλουβάτου μετά την τοποθέτηση του έργου και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας, π.χ. η συνεργασία του με αριστερούς καλλιτέχνες ίσως είχαν ενοχλήσει. Επίσης, προς διερεύνηση παραμένει το αν η καλλιτεχνική στάση του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ενόχλησε το καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει και άλλοι λόγοι. Ίσως η πρωτοποριακή και μη ακαδημαϊκή μορφή του έργου ενόχλησε συντηρητικούς κύκλους του Βύρωνα οι οποίοι είχαν το δικό τους αισθητικό όραμα για τον δήμο, έστω κι αν αυτό δεν ευοδώθηκε. Σε κάθε περίπτωση, η καταστροφική λογοκριτική παρέμβαση της Δικτατορίας αναπλαισίωσε τη μνήμη του έργου και φόρτισε το ίδιο με σημασίες πολύ διαφορετικές από τους στόχους της αρχικής δημιουργίας του.

Ελένη Κούκη

Πηγές – Βιβλιογραφία

Εικόνες – Αρχειακό υλικό