ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ (Πάνος Καττέρης, Γιάννης Κοκκόλης, Νίκος Οικονόμου, Στέλιος Τζάκσον, Κώστας Τόσιος, 1964)

Κατηγορία: Κινηματογράφος > Ελληνικές ταινίες

Αγγλικός τίτλος: Tetragono
Σκηνοθεσία: Πάνος Καττέρης | Γιάννης Κοκκόλης | Νίκος Οικονόμου | Στέλιος Τζάκσον | Κώστας Τόσιος
Έτος α’ προβολής: 1964
Είδος: Δράμα | Κοινωνική | Φαντασίας | Σπονδυλωτή
Παραγωγή: Πάνος Καττέρης | Γιάννης Κοκκόλης | Νίκος Οικονόμου | Στέλιος Τζάκσον | Κώστας Τόσιος
IMDb: https://www.imdb.com/title/tt0197018/

Λογοκριτικά περιστατικά

21-12-1967
Επανεξέταση και απαγόρευση δύο επεισοδίων της σπονδυλωτής ταινίας ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ (Πάνος Καττέρης, Γιάννης Κοκκόλης, Νίκος Οικονόμου, Στέλιος Τζάκσον, Κώστας Τόσιος, 1964)
Αιτιολογία: Θρησκεία | Δυσφήμιση ιερατικού σχήματος | Βλασφημία | Πολιτική | Ανεπιθύμητο πρόσωπο
Χαρακτηρισμός: ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ
Είδος λογοκρισίας: Απαγόρευση | Θεσμική λογοκρισία | Κατασταλτική λογοκρισία

Περιγραφή

Το ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ είναι σπονδυλωτή ταινία που απαρτίζεται από τέσσερις μικρού μήκους με καθεμιά από αυτές να φέρει την υπογραφή διαφορετικού σκηνοθέτη ή δυάδας σκηνοθετών: «Η σαρξ» (Κοκκόλης), «Αύριο θα σου χαρίσω μια κορδέλα» (Οικονόμου και Τζάκσον), «Στο χαράκωμα» (Τόσιος) και «Η ζούγκλα» (Καττέρης). Ήταν συνεργατική δουλειά πέντε νεαρών απόφοιτων της Ανώτατης Σχολής Κινηματογράφου-Θεάτρου, που ένωσαν τις πτυχιακές τους ταινίες για να κάνουν το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο. Συμμετείχε στην Ε’ Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη αφήνοντας θετικές εντυπώσεις και κερδίζοντας δύο διακρίσεις (ειδικό τιμητικό βραβείο της Επιτροπής και ειδική μνεία των εκπροσώπων του αθηναϊκού και μακεδονικού Τύπου).

Τον Δεκέμβριο του 1967, κατά την πάγια πρακτική της Χούντας, το ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ επανεξετάστηκε λαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ δι’ ανηλίκους, αλλά χάνοντας δύο από τα τέσσερα μέρη του καθώς η επιτροπή ενέκρινε την προβολή μόνο δύο εξ αυτών. Τα δύο μέρη που κόπηκαν, το πρώτο και το τελευταίο, βασίζονταν στα ομώνυμα διηγήματα του Αντώνη Σαμαράκη «Η σαρξ» και «Η ζούγκλα» από τις συλλογές Ζητείται ελπίς και Αρνούμαι αντίστοιχα.

Για τις αιτίες αυτής της ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ υπάρχουν αρκετά ενδεχόμενα. Πρώτα από όλα ο ίδιος ο Σαμαράκης, ο οποίος ήταν στοχοποιημένο πρόσωπο, καθώς όπως έχει αφηγηθεί «το 1970, μου αρνήθηκαν τη χορήγηση διαβατηρίου και απαγόρευσαν την έξοδό μου από την Ελλάδα “για σοβαρούς λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίου συμφέροντος”». Εξάλλου η «εξαφάνιση» ανεπιθύμητων προσώπων και της δουλειάς τους από τις κινηματογραφικές ταινίες στη διάρκεια της Χούντας με βάση τα κοινωνικά τους φρονήματα ήταν συνηθισμένη πρακτική (Βλ. Μ. Θεοδωράκης, Μ. Μερκούρη, Μ. Κακκογιάννης, Ειρ. Παππά, κ.ά.).

Άλλη αιτία είναι το περιεχόμενο των ταινιών καθώς ασκούν έντονη κριτική σε ζητήματα που άπτονται τόσο της Εκκλησίας όσο και της κοινωνικοπολιτικής ζωής. «Η σαρξ» είναι γυρισμένη στο Δουργούτι, αυθαίρετο προσφυγικό συνοικισμό, που η απεικόνισή του από άλλες μικρού μήκους έξι χρόνια πριν τούς κόστισε σοβαρές λογοκριτικές περιπέτειες (ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ [Πάνος Παπακυριακόπουλος, 1961], ΤΑ ΜΑΤΟΚΛΑΔΑ ΣΟΥ ΛΑΜΠΟΥΝ [Κώστας Φέρρης, 1961]). Το θέμα της ακραίας φτώχειας μέσα από τα μάτια ενός νεαρού παπά, που παλεύει με τη συνείδησή του, δεν αφήνει στο απυρόβλητο την Εκκλησία και όσους την πλαισιώνουν. Απεναντίας η ταινία περιέχει σκηνές που στηλιτεύουν τον κυνισμό και την υποκρισία των ανθρώπων της. Για παράδειγμα, οι επίτροποι της εκκλησίας θέτουν ως προτεραιότητα την καταπολέμηση της διαφθοράς και όχι της φτώχειας στη συνοικία, ενώ την ώρα του κηρύγματος στον ναό μετράνε τα χρήματα από το παγκάρι με το κουδούνισμα των νομισμάτων να καλύπτει τη φωνή του ιερέα που μιλά. Κάτι που επίσης μπορεί να ενόχλησε την επιτροπή λογοκρισίας είναι ότι ο παπάς επιλέγει να παραβιάσει τους κανόνες και αντί να μεταλάβει απλώς έναν ετοιμοθάνατο ηλικιωμένο, να τον ταΐσει με τη θεία κοινωνία καθώς συνειδητοποιεί ότι πεθαίνει από την πείνα.

Το θέμα της πείνας είναι κεντρικό και στο τέταρτο επεισόδιο, «Η ζούγκλα», που απεικονίζει έναν καφκικό κόσμο. Πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός άνδρας, επί μέρες νηστικός, που τρέχει να ξεφύγει από το πλήθος που τον κυνηγά για άγνωστους λόγους. Η συνέχεια τον βρίσκει σε ένα μεγάλο και απειλητικό κτίριο όπου προϋπόθεση για να προσληφθεί σε μια «θέση» είναι να απαγγείλει το «Πάτερ ημών». Αποτυγχάνει και περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης καταλήγοντας σε ένα νταμάρι, όπου σε μια υπαίθρια αυτοσχέδια εκκλησία γίνεται το μνημόσυνο ενός στρατηγού και μοιράζονται κόλλυβα. Η ταινία σατιρίζει την ομιλία – διανθισμένη με συνεχείς επικλήσεις του τίτλου «στρατηγέ» και αναφορές στη γαλανόλευκη – που εκφωνεί ένας κουστουμαρισμένος άντρας προς τιμήν του νεκρού. Ο ήρωας παρακολουθεί την τελετή και τους υπόλοιπους να παίρνουν κόλλυβα στη σειρά, χωρίς όμως ο ίδιος να ζητήσει. Η ταινία κλείνει με τον ήρωα να στέκεται μόνος και πεινασμένος μπροστά στον σταυρωμένο Χριστό σε μια αλληλουχία πλάνων που τους παραλληλίζει.

Είναι φανερό ότι το περιεχόμενο των δύο μικρού μήκους που μιλάνε για τη φτώχεια, τον αποκλεισμό, την ψυχολογία του πλήθους και έναν καταπιεστικό και διεφθαρμένο γραφειοκρατικό κόσμο μέρος του οποίου είναι η Εκκλησία και οι στυλοβάτες του έθνους, αντίκειται σε μια ωραιοποιητική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας και στο ελληνοχριστιανικό ιδεώδες της Χούντας. Σημειωτέον, όταν το ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ είχε κριθεί για πρώτη φορά από την αρμόδια επιτροπή τον Οκτώβριο του 1964, χαρακτηρίστηκε ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ χωρίς περικοπές, γεγονός που επιβεβαιώνει τη δραματική αύξηση των λογοκριτικών παρεμβάσεων στη δικτατορία.

Μαρία Χάλκου

Πηγές – Βιβλιογραφία

Εικόνες – Αρχειακό υλικό