ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΓΥΜΝΙΣΤΩΝ – Nudist Paradise (Charles Saunders, 1959)
Κατηγορία: Κινηματογράφος > Ξένες ταινίες
Εναλλακτικός τίτλος: | Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΩΝ ΓΥΜΝΙΣΤΩΝ |
---|---|
Σκηνοθεσία: | Charles Saunders |
Έτος α’ προβολής: | 1959 |
Χώρα: | Μ. Βρετανία |
Είδος: | Γυμνισμού |
Διανομή: | Ι. Τριανταφύλλης |
IMDb: | https://www.imdb.com/title/tt0141669/ |
Λογοκριτικά περιστατικά
28-07-1962 |
Απαγόρευση της ταινίας ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΓΥΜΝΙΣΤΩΝ (Charles Saunders, 1959)
| ||||||
17-02-1966 |
Επανεξέταση και εκ νέου απαγόρευση της ταινίας ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΓΥΜΝΙΣΤΩΝ (Charles Saunders, 1959)
| ||||||
21-04-1967 |
Ανάκληση άδειας και απαγόρευση της ταινίας ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΓΥΜΝΙΣΤΩΝ (Charles Saunders, 1959)
|
Περιγραφή
Exploitation film που γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και αποτέλεσε την αφετηρία ενός κύκλου παρόμοιων βρετανικών ταινιών. Ένας αμερικανός φοιτητής ερωτεύεται μια βρετανίδα και την ακολουθεί στο κάμπινγκ που συχνάζει, με την υπόθεση να διαδραματίζεται στο Spielplatz, πραγματικό κάμπινγκ γυμνιστών. Ωστόσο, η εκδοχή που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ήταν συντομευμένη, χωρίς την προσχηματική υπόθεση, και συζητήθηκε στον Τύπο ως ντοκιμαντέρ.
Η αίτηση για άδεια προβολής υποβλήθηκε από τον διανομέα, Ιωάννη Τριανταφύλλη, τον Νοέμβριο του 1960 (σύμφωνα με επιστολή διαμαρτυρίας του ίδιου στο Έθνος [1/4/1961]), και κατόπιν τον Δεκέμβριο του 1961 (σύμφωνα με τα διαθέσιμα έγγραφα στα ΓΑΚ), για να μείνει σε μακροχρόνια αναμονή μέχρι τον Ιούλιο του 1962, όταν η ταινία κρίθηκε από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΕΑ:
«ως προσβάλλουσα τα δημόσια Ελληνικά ήθη και δυνάμενη να επιδράσει επιβλαβώς εις την αισθητικήν ανάπτυξιν του λαού».
Τριάμισι χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1966, ο Τριανταφύλλης επανήλθε με επιστολή του στον υφυπουργό Προεδρίας ζητώντας να επιτραπεί η προβολή. Επικαλέστηκε τη θετική άποψη δημοσιογράφων και δύο εκ των θεωρούμενων συνομιλητών του υπουργείου, της Ελένης Βλάχου και του Δημήτρη Ψαθά, η καλή γνώμη του οποίου μετά από τα πύρινα άρθρα του στα Νέα εναντίον των ταινιών ΕΡΑΣΤΑΙ (Louis Malle, 1958), ΜΙΚΡΕΣ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ (Νίκος Κούδουρος, 1963) και ΣΙΩΠΗ (Ingmar Bergman, 1963) είχε αναχθεί σε διαβατήριο σεμνότητας.
«[Μ]ετ’ εμφάσεως μου ετόνισε, ότι αν εδόθη η άδεια εις την ταινία ΣΙΩΠΗ, πώς είναι δυνατόν να μη επιτραπή η προβολή της ιδικής μου ταινίας, η οποία πόρω απέχει από το να δύναται να χαρακτηρισθή άσεμνος και σκανδαλώδης».
Στη συνέχεια (7/2/1966) προσέφυγε στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή, επικαλούμενος τόσο ότι η ταινία στο εξωτερικό προβλήθηκε ακόμα και ως «κατάλληλη δια ανηλίκους» όσο και την αδειοδότηση στην Ελλάδα της αντίστοιχης ταινίας ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ ΓΥΜΝΙΣΤΩΝ (Edward Craven Walker, 1960), η οποία προβλήθηκε τον Αύγουστο του 1965 χωρίς «ουδέν σκάνδαλον ή παράπονο». Προς ενίσχυση των επιχειρημάτων του προσκόμισε αντίγραφο της άδειας προβολής του ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΓΥΜΝΙΣΤΩΝ από τη βρετανική λογοκρισία – με χαρακτηρισμό Α που επέτρεπε είσοδο σε παιδιά κάτω των 12 ετών με συνοδεία γονέων – και αναλυτική λίστα των χωρών στις οποίες είχε προβληθεί, καθώς και παλιότερα δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου (Τα Νέα, Μεσημβρινή, Έθνος, Βραδυνή, Αθηναϊκή) που υποστήριζαν την προβολή της ταινίας.
Η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο εσωτερικό της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής τον Φεβρουάριο του 1966 αλλά και δημόσια στον Τύπο το 1962 – με αφορμή τις καθυστερήσεις και την ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ – αποκαλύπτει το μπρα-ντε-φέρ ανάμεσα σε μια βαθιά συντηρητική αντίληψη και σε μια εκσυγχρονιστική τάση που ήθελε να αντιληφθεί την Ελλάδα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο. Βασικό επιχείρημα όσων στην Επιτροπή διαφωνούσαν με την προβολή της ταινίας ήταν ότι αυτή αντίκειται στη νοοτροπία και τα ήθη της ελληνικής κοινωνίας:
«[Τ]ο ισχύον εκπαιδευτικόν σύστημα παρ’ ημίν δεν έχει ακόμη ουδέ στοιχειωδώς καν προετοιμάσει τον Ελληνικόν λαόν προς αντιμετώπισιν της κατά τοιούτον τρόπον παρουσιαζομένης γυμνής πραγματικότητος. Λαμβανομένων δε υπ’ όψιν και των θρησκευτικών και άλλων πεποιθήσεων του Ελληνικού λαού δεν κρίν[εται η] ταινία προβλητή».
Την πεποίθηση αυτή μοιράζονταν και όσοι αποδέχονταν ότι η ταινία δεν ήταν άσεμνη ή «ότι παρουσιάζει τον άνθρωπο πολύ κοντά στη φύση». Για την πλειονότητα των μελών της Επιτροπής όμως ή ταινία θεωρούταν «αντιαισθητική», «άσεμνος», με «αηδιαστικές» εικόνες και «προσβάλλουσα την αιδώ» ή με πονηρές σκοπιμότητες:
«[Η] επιμελημένη προσοχή του σκηνοθέτου να παρουσιάση την ταινία χωρίς σκηνάς ερωτισμού και ηδυπαθείας, ως σκοπόν έχει την διάδοσιν του γυμνισμού».
Με τα παραπάνω διαφώνησε ο Πρόεδρος της Επιτροπής και εκπρόσωπος της Γραμματείας Τύπου, ο οποίος υποστήριξε την προβολή της ταινίας ως ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΗΣ δι’ ανηλίκους:
«[Δ]εν είναι καθόλου άσεμνος και δύναται να θεωρηθή ότι δια της εξοικιώσεως του κοινού με το γυμνό επέρχεται εξημέρωσις των σεξουαλικών παθών. Η παρουσίασις της ταινίας γενικώς αποφεύγει αισθησιακές σκηνές μέχρι σημείου να καθίσταται πληκτική και πλαδαρή. Θεωρ[ώ] σκόπιμον την προβολήν της από απόψεως εξοικιώσεως του κοινού με το ανθρώπινο σώμα».
Ωστόσο, η θέση αυτή δεν επικράτησε, με τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή να κρίνει και πάλι την ταινία ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΕΑ, αν και μετά από παρέμβαση του υφυπουργού πέντε μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1966, τελικά η άδεια δόθηκε με τον χαρακτηρισμό ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΗ δι’ ανηλίκους. Η ταινία προβλήθηκε στο κινηματογράφο «Αβέρωφ» τον Νοέμβριο του 1966 επί πολλές βδομάδες μέχρι που η δικτατορία ανακάλεσε την άδεια και ΑΠΑΓΌΡΕΥΣΕ την ταινία «για λόγους γενικοτέρας φύσεως».
Μαρία Χάλκου
Πηγές – Βιβλιογραφία
- ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, Αρχείο αδειών ταινιών.
- Dom Serafini (2019), «Movies in Greece Were Theo Kouroglou’s Life Until He “Moved” To the TV Biz», VIDEOAGE.