ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ (Νίκος Τσιφόρος, 1949)
Κατηγορία: Κινηματογράφος > Ελληνικές ταινίες
Αγγλικός τίτλος: | Last Mission |
---|---|
Σκηνοθεσία: | Νίκος Τσιφόρος |
Έτος α’ προβολής: | 1949 |
Είδος: | Ιστορική | Αντιστασιακή | Δράμα |
Παραγωγή: | Φίνος Φιλμ |
IMDb: | https://www.imdb.com/title/tt0205448/ |
Λογοκριτικά περιστατικά
11-04-1949 |
Αλλαγές στην υπόθεση της ταινίας ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ (Νίκος Τσιφόρος, 1949)
| ||||
13-04-1949 |
Απαγόρευση και απόσυρση από τις αίθουσες της ταινίας ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ (Νίκος Τσιφόρος, 1949)
|
Περιγραφή
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ είναι αντιστασιακή ταινία αφιερωμένη από τον Φίνο στον πατέρα του που απαγχονίστηκε από τους Γερμανούς, στην οποία μια νεαρή γυναίκα (Σμαρούλα Γιούλη) αφηγείται στην Αστυνομία τις αιτίες που πυροβόλησε τη μητέρα της (Μιράντα Μυράτ). Στην Κατοχή, ενώ ο πατέρας της (Βασίλης Διαμαντόπουλος), συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού, βρισκόταν στην Αίγυπτο, η μητέρα της συνδέθηκε ερωτικά με έναν Γερμανό. ‘Όταν ο πατέρας επέστρεψε σε μυστική αποστολή, η μητέρα τον πρόδωσε και εκείνος εκτελέστηκε από τους Ναζί. Η ταινία προβλήθηκε στις αίθουσες στις αρχές Απριλίου του 1949, σε μια εποχή που οι εθνικόφρονες εφημερίδες προέβλεπαν το άμεσο τέλος του Εμφυλίου προβάλλοντας τις ήττες του Δημοκρατικού Στρατού και τις δημόσιες αποκηρύξεις του Κομμουνισμού.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ διαφημίστηκε ως «η πρώτη πραγματικά μεγάλη ελληνική ταινία» και επαινέθηκε από το σύνολο σχεδόν της κριτικής, ακόμα και από τις δεξιές εφημερίδες (Καθημερινή, Ακρόπολις, Βραδυνή), ως βήμα προόδου για τον ελληνικό κινηματογράφο. Στις αίθουσες προβλήθηκε επί εννιά μέρες, από τις 4 έως τις 12 Απριλίου του 1949, καθώς ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΗΚΕ την τρίτη μέρα της δεύτερης εβδομάδας των προβολών, έχοντας προλάβει να κόψει 78.318 εισιτήρια. Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ επιβλήθηκε με παρέμβαση του Υπουργείου Ασφαλείας και του Γενικού Επιτελείου Στρατού μετά από διαμαρτυρίες στον Τύπο για ανθελληνικό, προδοτικό περιεχόμενο και διαπόμπευση του στρατεύματος με ενδεχόμενο δόλο από τους κομμουνιστές. Αντιπροσωπευτική είναι η ακόλουθη επιστολή αναγνώστη που δημοσιεύτηκε την 5η μέρα των προβολών (8/4/1949) στην εφημερίδα Εστία κάτω από τον τίτλο «Επί ενός αίσχους» με την υπογραφή «Στρατιωτικός»:
«Κύριε Διευθυντά,
Επανέρχομαι κατάπληκτος από την προβολήν μιας Ελληνικής (;) ταινίας, που παίζεται εις τρεις – παρακαλώ – κεντρικούς κινηματογράφους της πρωτευούσης. Ούτε ολίγον, ούτε πολύ η ταινία αυτή – γελοία από πολλών απόψεων – περιστρέφεται γύρω από την σύζυγον ενός Έλληνος συνταγματάρχου (έμφαση στο πρωτότυπο), η οποία γίνεται ερωμένη Γερμανού της κατοχής, προδίδουσα τον σύζυγόν της και τα μυστικά του.
Εάν μία τοιαύτη ταινία κατασκευάζετο εις την Ιταλίαν, την Βουλγαρίαν ή άλλην πρώην εχθρικήν χώραν, η Ελλάς, δια διπλωματικών διαβημάτων ή κραυγών του τύπου, θα ηξίου ικανοποίησιν δια την τοιαύτην προσβλητικήν διαπόμπευσιν της στρατιωτικής μας οικογενείας, η οποία ετίμησε το έθνος και κατά τον Πόλεμον και κατά την Κατοχήν. Επειδή, όμως, την κατασκεύασαν οι πρώτοι τυχόντες Γραικύλοι την ανεχόμεθα!
Δεν γνωρίζω, ποιοι είναι οι κύριοι που επενόησαν το οικτρόν αυτό κατασκεύασμα. Απορώ, όμως, πώς δεν ευρέθη μία έστω υπηρεσία του υπουργείου των Στρατιωτικών, του Επιτελείου, του υπουργείου των Εξωτερικών ή της Αστυνομίας να τους ερωτήση, αν γνωρίζουν έστω και εν περιστατικόν συζύγου συνταγματάρχου, που να διέπραξε τα ανωτέρω αίσχη· εν συνεχεία δε επειδή, βεβαίως, θα απαντήσουν ότι δεν γνωρίζουν, να εξετάση τα φρονήματά των.
Ακόμη και αν είχε συμβή ποτέ το περιστατικόν της εν λόγω ταινίας, πάλιν θα έπρεπε να χαρακτηρισθή ως εχθρός του έθνους, ο υπενθυμίζων αυτό. Αλλά το να κατασκευάζεται εκ του μη όντως, δια να διαπομπεύωμεν ημείς οι ίδιοι τους στρατιωτικούς μας και τας γυναίκας των και να παρέχωμεν επιχειρήματα συγκρίσεως εις τους ερυθρούς καλοθελητάς… – αυτό, νομίζω, υπερβαίνει κάθε όριον ανοχής.
Μετά τιμής
Στρατιωτικός»
Προκειμένου να αποφύγει την οικονομική καταστροφή, αλλά και την πιθανότητα διωγμού των συντελεστών της ταινίας καθώς οι υπαινιγμοί περί «φρονημάτων» και οι αναφορές περί «εχθρών του έθνους» στην παραπάνω επιστολή δεν ήταν αμελητέες απειλές – ο Φίνος σε συνέντευξή του έχει δηλώσει ότι εξαιτίας της ταινίας «κινδύνευσε να πάει φυλακή» – η Φίνος Φιλμ αντέδρασε ακαριαία. Ενώ η ταινία προβαλλόταν ακόμη, προχώρησε σε τροποποίηση του σεναρίου γυρίζοντας επιπλέον σκηνές και αλλάζοντας την εθνικότητα της συζύγου, η οποία έγινε Ουγγρικής καταγωγής, προερχόμενη δηλαδή από μια χώρα που στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανήκε στις δυνάμεις του Άξονα. Έτσι ήδη από την 7η ημέρα των προβολών η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ παιζόταν με αλλαγμένο σενάριο κάτι που κοινοποιήθηκε στον Τύπο. Ο Νίκος Τσιφόρος μάλιστα, σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας, απάντησε προσωπικά στην Εστία, η οποία στις 11/4/1949, με τίτλο «Δεν είναι πλέον Ελληνίς» δημοσίευσε σημεία της επιστολής του όπου απολογείται αποδεχόμενος το σφάλμα του, υποδεικνύοντας ως πηγή έμπνευσης την Ηλέκτρα, και ενημερώνοντας για την αλλαγή εθνικότητας της μητέρας:
«[Ο] συγγραφεύς και σκηνοθέτης της εν λόγω ταινίας, κ. Ν. Τσιφόρος, δια μακράς προς την «Εστίαν» επιστολής, αποδέχεται εις το ακέραιον τας διαμαρτυρίας του «Στρατιωτικού» και άλλων αναγνωστών μας. Ομολογεί – ως γράφει – ότι, επηρεασθείς από την «Ηλέκτραν» του Σοφοκλέους, συνέλαβε τον τύπον της προδότιδος και εγωιστρίας συζύγου, ως αντίθεσιν προς τον ήρωα αξιωματικόν που θυσιάζεται εις την ιεράν ιδέαν της Πατρίδος. Διέπραξεν όμως το λάθος, να μη σκεφθή καθόλου την προσβολήν που προσγένεται ούτως εις την Ελληνίδα μητέρα, την οποία σέβεται και τιμά απολύτως, καθώς και εις τας συζύγους των Ελλήνων αξιωματικών, προς τους οποίους αισθάνεται βαθύτατον σεβασμόν και ειλικρινή σεβασμόν.
Τονίζει, εν συνεχεία, ότι λυπείται διότι ουδείς άλλος έτυχε να του επιστήση εγκαίρως την προσοχήν επί του σφάλματος αυτού· αλλά μόλις εδιάβασε την επιστολήν του «Στρατιωτικού», έσπευσεν αμέσως να προσθέση ολίγας σκηνάς εις την ταινίαν, κατά τρόπον ώστε, από της χθες ήδη, η προδότις να παρουσιάζεται ως ξένη, εξ Ουγγαρίας καταγομένη, νυμφευθείσα άλλοτε τον άνδρα της, αλλ’ εστερημένη του Ελληνικού αισθήματος και του Ελληνικού πατριωτισμού. Ο συγγραφεύς ελπίζει ότι τοιουτοτρόπως κολάζεται το λάθος του, δια το οποίον και ζητεί συγγνώμην, λυπούμενος και πάλιν διότι, άνευ ουδεμιάς προθέσεως, έγινε αφορμή δικαιολογημένης παρεξηγήσεως».
Ο Αχιλλέας Μαμάκης στο Έθνος (12/4/1949) ανακοινώνοντας τη συνέχιση της προβολής της ταινίας για 2η εβδομάδα με διορθωμένο σενάριο, υποστήριξε ότι εξ αρχής «οι αρμόδιες υπηρεσίες ελέγχου των κινηματογραφικών ταινιών και οι στρατιωτικοί λογοκριταί» δεν είχαν εγκρίνει το επίμαχο σημείο του μύθου – την εμφάνιση μιας Ελληνίδας με «άντρα έναν ήρωα ανώτερο αξιωματικό […] η οποία να ερωτεύεται κάποιο Γερμανό λοχαγό και να φτάνη ώς το σημείο να καταδίδη η ίδια τον άντρα της» – εξετάζοντας μάλιστα το ενδεχόμενο να μην εκδοθεί άδεια προβολής. Μετά τις αντιδράσεις μερίδας του κοινού, «η αρμοδία υπηρεσία ελέγχου υπέδειξεν εις την «Φίνος Φιλμ»… ν’ αλλάξη το σενάριο, και να ξαναγυρίσει ωρισμένες σκηνές με άλλο διάλογο…». Ωστόσο, είτε οι αλλαγές έγιναν με πρωτοβουλία των δημιουργών της ταινίας, όπως αναφέρει ο Τσιφόρος, είτε κατόπιν υπόδειξης από τις αρμόδιες αρχές, όπως ισχυρίζεται ο Μαμάκης, δεν στάθηκαν αρκετές για την αποφυγή της ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ κατέβηκε αιφνίδια στις 13/4/1949, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Ελένης Βλάχου στην Καθημερινή (20/4/1949) που χαρακτήρισε την ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ υπερβολική:
«Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω πολύ καλά αυτή την απαγόρευσι της τελευταίας στιγμής όταν το είχαν ήδη ιδή εβδομήντα χιλιάδες θεαταί. Έπειτα γιατί τόση ευθιξία; Εμείς δεν λέμε «όποιος έχει μυίγα μυγιάζεται»; Εμείς λοιπόν που δεν έχομε ίχνος μυίγας, γιατί να δείχνωμε τόση νευρικότητα; Σ’ αυτό το έργον έχομε τον συνταγματάρχη ήρωα. Την κόρη του ηρωίδα. Τον αρραβωνιαστικό της ήρωα. Την υπηρέτρια του σπιτιού ηρωίδα. Όλα τα χαμίνια της γειτονιάς ήρωες. Ε, βάλανε και μια μάννα που προδίδει για να γίνη ταινία, και της δώσανε και ουγγαρέζικη καταγωγή. Δεν είναι υπερβολικό ν’ απαγορεύεται μια ταινία μόνο και μόνο διότι δεν είναι όλοι οι χαρακτήρες της ηρωικοί;»
Τον Μάιο του 1949, η ταινία στη νέα της μορφή επανεξετάστηκε από τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Ελέγχου Κινηματογραφικών Ταινιών, παρουσία εκπροσώπων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, και έλαβε εκ νέου άδεια. Έτσι ξαναβγήκε στις αίθουσες την επόμενη κινηματογραφική σεζόν κόβοντας όμως περιορισμένο αριθμό εισιτηρίων (16.434). Ο Γρηγόρης Γρηγορίου στα απομνημονεύματά του, ανακαλώντας τα περιστατικά, παρουσιάζει και μια επιπλέον πτυχή της ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ, που δεν ήταν άλλη από τη σχέση του Φίνου με τον χρηματοδότη του, Γιώργο Νισύριο. Ο Νισύριος ήταν γαμπρός του Γιάννη Ζεύγου, υψηλόβαθμου στελέχους του ΚΚΕ που δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1947, γεγονός που τον καθιστούσε ύποπτο.
Οι περιπέτειες της ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ καταδεικνύουν τα ασφυκτικά όρια μέσα στα οποία υποχρεώθηκαν να κινηθούν μεταπολεμικά οι ελληνικές κινηματογραφικές αφηγήσεις που άγγιζαν θέματα της πρόσφατης Ιστορίας και ειδικά της Αντίστασης. Όρια που έθεταν όχι μόνο τα αρμόδια θεσμικά όργανα και άλλοι μηχανισμοί του Κράτους (π.χ. Στρατός), αλλά και εξωθεσμικοί παράγοντες όπως οι αντιδράσεις του Τύπου και του κοινού μέσα στο ζοφερό κλίμα πολιτικής τρομοκρατίας που διαμορφώθηκε κατά τον εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή εποχή. Έτσι οι εν λόγω περιορισμοί στην ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ οδήγησαν όχι μόνο στη στρεβλή απεικόνιση της Αντίστασης όπου εξοβελίζεται ο ρόλος της Αριστεράς και η αντιστασιακή δράση μετατοπίζεται στους έλληνες αξιωματικούς υπό την καθοδήγηση της Μέσης Ανατολής – μοτίβο που κυριάρχησε στον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο – αλλά και σε άλλες βίαιες δομικές αλλαγές που ώθησαν την ταινία σε ξενοφοβικούς δρόμους, ελληνοκεντρισμό και έντονο μελοδραματισμό. Πολύ χαρακτηριστική είναι η προσθήκη ενός εξόχως μελοδραματικού τέλους όπου η μητέρα λίγο πριν πεθάνει, βαριά τραυματισμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου, αφενός αποκαθιστά την τιμή της μητρότητας και τους διαρρηγμένους οικογενειακούς δεσμούς, αφετέρου την υπόληψη του στρατού και του έθνους. Αφού απαλλάξει την κόρη της δηλώνοντας στην Αστυνομία ότι η ίδια έδωσε τέλος στη ζωή της για να εξιλεωθεί, ζητά συγχώρεση από το παιδί της εκθειάζοντας την ελληνική ταυτότητα, την πατρίδα και τον προδομένο πατέρα, αποδίδοντας τα εγκλήματά της στην «αδύνατη σάρκα» μιας «ξένης», στη μη οικειοποίηση της ελληνικότητας:
«Είμαι πλασμένη από αδύνατη σάρκα που δεν αντέχει στον πειρασμό Μαρία. Δεν μπόρεσα να νικήσω τον εαυτό μου, δεν μπόρεσα ποτέ να γίνω Ελληνίδα όσο και αν προσπάθησε γι αυτό ο πατέρας σου. Έμεινα πάντα μία ξένη για την πατρίδα του. Φέρθηκα άτιμα στον τόπο που με δέχτηκε σα δική του, στην πατρίδα του πατέρα σου που έπρεπε να είχε γίνει και δική μου πατρίδα. Τιμωρήθηκα δίκαια, γιατί πρόδωσα και τον πατέρα σου και την πατρίδα του. Συγχώρεσέ με παιδί μου, η συγγνώμη σου θα είναι σα να με συγχωρεί εκείνος που πρόδωσα, ο πατέρας σου».
Μεταπολεμικά, οι περιπέτειες της ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ αποτελούν την πρώτη ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ελληνικής ταινίας και το πρώτο περιστατικό λογοκρισίας του ελληνικού κινηματογράφου που έλαβε δημοσιότητα, καθώς είχαν προηγηθεί λογοκριτικές παρεμβάσεις που πέρασαν απαρατήρητες, όπως συνέβη με την ΚΑΤΑΔΡΟΜΗ (Μ. Καραγάτσης, 1946). Έκτοτε, η προστασία της εικόνας του έθνους και των εκπροσώπων του, ειδικά του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας (Αστυνομίας, Χωροφυλακής), θα αποτελέσει ένα από τα πιο ισχυρά και επαναλαμβανόμενα μοτίβα των αποφάσεων των λογοκριτικών επιτροπών που θα πλήξει τις ελληνικές, αλλά και τις ξένες ταινίες.
Το 1950 η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ, αποκαθαρμένη, θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο Φεστιβάλ των Καννών.
Μαρία Χάλκου
Πηγές – Βιβλιογραφία
- Έθνος,12/4/1949.
- Εστία, 8/4/1949 και 11/4/1949.
- Καθημερινή, 20/4/1949.
- Ανδρίτσος Γιώργος (2020), Κινηματογράφος και ιστορία: Η κατοχή και η Αντίσταση στις ελληνικές ταινίες μεγάλου μήκους από το 1945 μέχρι και 1981, Αθήνα: ΚΨΜ.
- Γρηγόρης Γρηγορίου, Μνήμες σε Άσπρο και σε Μαύρο, 1. Τα ηρωικά χρόνια, Αθήνα: Αιγόκερως, 1988, σελ. 80-81.
- Συνέντευξη του Φιλοποίμενα Φίνου στη Σούλα Αλεξάνδρου που δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό Επίκαιρα, στο τεύχος 220 (20-26 Οκτωβρίου 1972), αναδημοσιευμένη από τον Φώντα Τρούσα (2020), «Φιλοποίμην Φίνος: Σαν σήμερα πεθαίνει ο «πατριάρχης» του ελληνικού σινεμά», Lifo.